Ἀγλαῶν

Ἀγλαῶν
Ἀγλαός
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αγλάων — (4ος αι. π.Χ.).Ζωγράφος που έζησε στην Αθήνα. Από τον Αθήναιο μαθαίνουμε ότι του είχε ανατεθεί να ζωγραφίσει τη νίκη του Αλκιβιάδη στα Νέμεα. Ο Α. τον ζωγράφισε να έχει καθισμένη στα γόνατά του τη θεά Νίκη. Αντίγραφα του αγάλματος σώθηκαν έως τη… …   Dictionary of Greek

  • ἀγλαῶν — ἀγλαός splendid fem gen pl ἀγλαός splendid masc/neut gen pl ἀγλαός splendid masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”